κλωομάστιξ

κλωομάστιξ
κλῳομάστιξ, -ιγος, ὁ (Α)
αυτός που είναι δεμένος με κλοιό και μαστιγώνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῳός, παρλλ. τ. τού κλοιός + -μάστιξ (< μάστιξ), πρβλ. γραμματικο-μάστιξ, ρητορο-μάστιξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κλῳομάστιξ — one who is flogged with a collar on masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάστιγα — η (AM μάστιξ, ιγος, Α ιων. τ. μάστις, ιος) 1. λουρί δεμένο σε ραβδί με το οποίο χτυπούν τα υποζύγια για να τρέξουν, μαστίγιο, καμ(ου)τσίκι («τοῡ ἵππου τὴν μάστιγα», Ηρόδ.) 2. μτφ. μεγάλη συμφορά, μεγάλο κακό, καταστροφή, κοινωνική πληγή (α. «Διὸς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”